- συλλιτανεύοντος
- σύν-λιτανεύωpraypres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλιτανεύω — Μ προσεύχομαι μαζί με άλλους («τοῡ βασιλέως συλλιτανεύοντος τῷ λαῷ», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιτανεύω (< λιτανός)] … Dictionary of Greek